20110207

mr. President

Καπελάς:
-Καλημέρα κύριε Πρόεδρε!
Πρόεδρος:
-Καλημέρα Αλέκο
-Το καπέλο σας είναι έτοιμο! είναι υπέροχο, ο τι πιο πρωτοπόρο
και μαζί απλό, ορίστε. Ένας φαρδύς φάκελος από χαρτί ανακυκλωμένο,
δυό κομψές τρύπες στο ύψος των ματιών, θαυμαστή ακρίβεια στην εφαρμογή από την κορυφή ώς το λαιμό, μόνο να το προσέχετε στην βροχή
-Ποτέ στη βροχή. ποτέ!
-Τα σιρίτια που κοσμούν απ' άκρη σ' άκρη αυτό το μοναδικό έργο τέχνης της καπελουργίας είναι τα ίχνη σπάνιων και ευγενών γυμνοσάλιαγκων που τρέφονται με άλατα αργύρου και χρυσού! μαλαματένια λοιπόν η λάμψη που αφήνουν
-Μοναδικό, ναι πράγματι υπέροχο
Ο καπελάς, χαμηλόφωνα:
-Κύριε Πρωθυπουργέ, σας ευχαριστώ
Ο Πρόεδρος βγάζοντας το νέο του καπέλο χαμογελά και πριν το ξαναβάλει λέει:
-Τόσα χρόνια απ' τις θέσεις που έχω περάσει, έχω μάθει εξαίρετη κομμωτική, ασκούμενος πρώτα απ' όλα στη δικιά μου κόμη. Δε θα μπορούσα παρά να ενδιαφέρομαι και για καπέλα. Σε ευχαριστώ Αλέκο, σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
-Τιμή μας κύριε Πρόεδρε
-Χαίρετε
-Καληνύχτα κύριε Πρόεδρε

20110206

...την καλείς, σε καλεί !
ανεμπόδιστοι από το ακατανόητο
διαφαινομενολογικό αντιστερέωμα
ανύπαρκτων οντοφαινομενότυπων,
είστε μαζί ομοιάζοντας σε κάποιο
μουσικό κανόνα αυτοσχεδιαστικής
αντίστιξης...

20110205

Ο οκτάποδος είπε:
-μ' έχει ρημάξει το πρόσκαιρο
το ένα πόδι εδώ, το άλλο πόδι εκεί
το ένα κολυμπάει στην υγρή σιωπή
το άλλο πιάνεται στην εύφορη γη
Η εστεμμένη χαίτη του λέει:
-τι χαρά να χεις να μαθαίνεις
μα εσύ δεν κολυμπάς
κι ούτε πουθενά πατάς
το πρόσκαιρο ακυρωμένο
είναι η δικιά σου κλίση
Κι ο οκτάχερος, τυφλός:
-τα γενναία σου μέλη, η φθηνή ορτανσία
τα ανοιχτά μάτια τα κάπως άφοβα
είναι η δικιά μου κλίση.
(η απλωμένη στοργή αφήνει
τα πάντα εκεί που ήταν μετά από ένα φιλί απτό
τα πάντα εκεί που ήταν και πως δεν ανακαλούν
να μη μπορούν, το πόσο ήταν γλυκό)
σχοινιά χάσκουν από ένα τόσο μεγάλο αστείο θα πιάσω την άκρη και θα βρω μια τρύπα τεράστια μέσα στο κεφάλι και θα τη γεμίζουν με αντίο τ' αστέρια της γής και γω δίχως να ξέρω τις στιγμής το μέλι θα γλύφω απ της νύχτας τα σπάνια ακροδάχτυλα
τόση νύχτα μικρή που εύκολα χορταίνει κι η μέρα να την διαδεχτεί
να τον πάλι να γυρνά πίσω, ο μισός χρόνος άφιξη ο άλλος επιστροφή... και σημείο μεταξύ τους κουρασμένο, μια στον αέρα και μια στη θάλασσα τη μακρινή (μα τι ανόητος μεγάλος και ανόητος σα φάρος... δίπλα στης κίνησης τη θάλασσα χτίστηκε σταθερός)
νερό και τσάι δυο ορυκτά των λουλουδιών, πόδια που προβλέπουν ακαδημαϊκά περάσματα βουνών χρεωμένων στο μόριο ενός ασθενούς κόσμου που θριάμβευε σε βάρος της ασχήμιας των κρίνων κι έτσι όλοι πετύχαιναν κάπως κι ησύχαζαν, ποιος είχε όρεξη για νέες περιπέτειες, συνδυασμοί είχαν και αντιστοιχίσεις τόσο ανησυχαστικά κουράσει τις ερεβώδεις σάρκες ακόμα και χείλη μ' αναλαμπές αναφορών, να καταλαγιάζουν στο βυθό να μένουν ακίνητα, διαυγή με λαμπρό γκρί, ανάμεσα μας τόσοι περασμένοι θάνατοι, περασμένοι σχεδόν αφομοιωμένοι ίλιγγοι με όνομα, έμεναν ακίνητα, το φόντο έλαμπε έγινε ο πρωταγωνιστής, πάντα δεν ήταν; τίμια λοιπόν χρόνος και χώρος στο φόντο να εκφραστεί να διαλεχτεί να ζήσει
j' ai mal à la tête je ne veux pas te voir
je suis fou je suis passionné
je suis mort et j' attends

ικού καταγράφετ

θα μου πάρεις μια φωνή από χρυσάφι
θα σου πάρω ένα καπέλο μαλακό
τα μαλλιά μου θα γίνουν κορίτσια
τη φωνή σου εγώ θα τραγουδώ
και τα χέρια θα γίνουν αστέρια
και τ' αστέρια ωραίο στο τραπέζι γλυκό
στης λεμονιάς τον ίσκιο
με τούτο τον παφλασμό
το παιδί να κοιμάται
όλοι του τραγούδησαν
διαγράφει τις σελίδες
μ' ένα άκοπο νήμα
και ο ξυλόκυβος που επέταξε
χοροπηδά στο κύμα